- ομοιόγραφος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμοιόγραφος, -ον)γραμμένος με τον ίδιο τρόπονεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ομοιόγραφοτο αντίγραφο που λαμβάνεται όταν παρεμβάλλεται καρμπόν ανάμεσα σε δύο φύλλα χαρτιούαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμοιόγραφοςο πλαστογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -γραφος*].
Dictionary of Greek. 2013.